Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένδομα — ἔνδομα, το (Α) η ύφεση ή ελάττωση τού πυρετού … Dictionary of Greek
ἐνδόματα — ἔνδομα diminution neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)